τρίψις

τρίψις
-ίψεως, ἡ, Α [τρίβω]
1. η ενέργεια τού τρίβω, τριβή, τρίψιμο («πῡρ..., γεννᾱται ἐκ φορὰς καὶ τρίψεως», Πλάτ.)
2. μάλαξη («τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ περιττός, ὥστε και τρίψεσι... χρῆσθαι», Πλούτ.)
3. η αντίσταση την οποία παρέχει ένα σώμα εφαπτόμενο ή προστριβόμενο («οὐδὲν διαφέρουσι τῶν ἄλλων βοῶν ὅτι μὴ τοῡτο καὶ τὸ δέρμα ἐς παχύτητά τε καὶ τρῑψιν», Ηρόδ.)
4. στον πληθ. αἱ τρίψεις
εδέσματα που παρασκευάζονται με πολλή πρόστριψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρῖψις — rubbing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίψις — τρί̱ψῑς , τρῖψις rubbing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρῖψιν — τρῖψις rubbing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίψει — τρί̱ψει , τρίβω rub aor subj act 3rd sg (epic) τρί̱ψει , τρίβω rub fut ind mid 2nd sg τρί̱ψει , τρίβω rub fut ind act 3rd sg τρί̱ψει , τρῖψις rubbing fem nom/voc/acc dual (attic epic) τρί̱ψεϊ , τρῖψις rubbing fem dat sg (epic) τρί̱ψει , τρῖψις… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίψεις — τρί̱ψεις , τρίβω rub aor subj act 2nd sg (epic) τρί̱ψεις , τρίβω rub fut ind act 2nd sg τρί̱ψεις , τρῖψις rubbing fem nom/voc pl (attic epic) τρί̱ψεις , τρῖψις rubbing fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • ημίτριψις — ἡμίτριψις, ἡ (Α) ελαφρά μάλαξη μερών τού σώματος για θεραπευτικό σκοπό, μασάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + τρίψις (< τρίβω)] …   Dictionary of Greek

  • ομφαλοτριψία — η ιατρ. η σύνθλιψη τού ομφάλιου λώρου με ισχυρή πίεση σε περιπτώσεις αιμορραγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + τρίψις (< τρίβω), πρβλ. λιθο τριψία] …   Dictionary of Greek

  • τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …   Dictionary of Greek

  • τριψίδι — το, Ν θρύμμα, θρύψαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τρῖψις + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. κοπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”